nivelo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | nivelo | niveloj |
αιτιατική | nivelon | nivelojn |
nivelo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | nivelo | niveloj |
αιτιατική | nivelon | nivelojn |
nivelo (eo)