novaĵo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | novaĵo | novaĵoj |
αιτιατική | novaĵon | novaĵojn |
novaĵo (eo)
- το νέο, ο νεωτερισμός