oreillette

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
oreillette oreillettes

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

oreillette (fr) θηλυκό

  1. (ανατομία) ο κόλπος της καρδιάς
  2. (τεχνολογία) ακουστικό (τηλεφώνου, κλπ) που προσαρμόζεται μέσα στο αφτί