osseux

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Επίθετο[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό osseux osseux
θηλυκό osseuse osseuses

osseux (fr)

  1. οστέινος
  2. που έχει κόκαλα
  3. που έχει δομή από κόκαλα
  4. του οποίου τα κόκαλα φαίνονται, κοκαλιάρης