périodique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
périodique | périodiques |
périodique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- périodique < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
périodique | périodiques |
périodique (fr) αρσενικό
- το περιοδικό