pardonnable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- pardonnable < pardonner
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /paʁ.dɔ.nabl/
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pardonnable | pardonnables |
pardonnable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που μπορεί κάποιος να συγχωρήσει