petalo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- petalo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | petalo | petaloj |
αιτιατική | petalon | petalojn |
petalo (eo)
- το πέταλο
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
petalo (it)