pleiotropy

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

pleiotropy < αρχαία ελληνική πλείων + -tropy (< τρόπος)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /plaɪˈɒtɹəpi/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

pleiotropy (en)

  1. (γενετική) πλειοτροπία ή πλειοτροπισμός, φαινόμενο κατά το οποίο ένα γονίδιο έχει επίδραση σε περισσότερα του ενός γονοτυπικά γνωρίσματα ενός οργανισμού, τα οποία δεν συσχετίζονται (ή φαίνεται να μην συσχετίζονται) μεταξύ τους
  2. (φαρμακευτική) πλειοτροπικότητα, η ύπαρξη σε φάρμακα αποτελεσμάτων (συνήθως εννοείται ευεργετικών), πέρα από εκείνα για τα οποία είχαν σχεδιαστεί