plejparto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | plejparto | plejpartoj |
αιτιατική | plejparton | plejpartojn |
plejparto (eo)
- το μεγαλύτερο μέρος, η πλειοψηφία