porte-bouteille
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pɔʁ.tbu.tɛj/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
porte-bouteille | porte-bouteilles |
porte-bouteille (fr) και porte-bouteilles αρσενικό
- κιβώτιο με οριζόντιες θήκες όπου τακτοποιούνται τα μπουκάλια
- στραγγιστήρι για μπουκάλια
- καλάθι με κατακόρυφες θήκες που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά των μπουκαλιών