português
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
αρσενικό | português | portugueses |
θηλυκό | portuguesa | portuguesas |
português (pt)
- Πορτογάλος / Πορτογαλίδα
- (γλώσσα) (αρσενικό, μόνο στον ενικό) τα πορτογαλικά, η πορτογαλική γλώσσα
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
αρσενικό | português | portugueses |
θηλυκό | portuguesa | portuguesas |
português (pt)