précepteur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- précepteur < (άμεσο δάνειο) λατινική praeceptor
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pʁe.sɛp.tœʁ/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | précepteur | précepteurs |
θηλυκό | préceptrice | préceptrices |
précepteur (fr)
- προσωπικός, ιδιωτικός παιδαγωγός, δάσκαλος