prémédité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | prémédité | prémédités |
θηλυκό | préméditée | préméditées |
Επίθετο[επεξεργασία]
prémédité (fr)
- προμελετημένος, προσχεδιασμένος, εσκεμμένος
- crime prémédité - προσχεδιασμένο κακούργημα
Αντώνυμα[επεξεργασία]
- non prémédité
- (σπάνιο) imprémédité