praktikanto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | praktikanto | praktikantoj |
αιτιατική | praktikanton | praktikantojn |
praktikanto (eo)
- που ασκεί κάτι
- (θρησκευτικός όρος) θρησκευόμενος