principal

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός principal
συγκριτικός more principal
υπερθετικός most principal

principal (en)

  • κύριος
    the principal cause - η κύρια αιτία
    the principal rivers of France - οι κυριότεροι ποταμοί της Γαλλίας
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη main

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
principal principals

principal (en)

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Επίθετο[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό principal principaux
θηλυκό principale principales

principal (fr)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ενικός πληθυντικός
principal principaux

principal (fr) αρσενικό