problemeto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | problemeto | problemetoj |
αιτιατική | problemeton | problemetojn |
problemeto (eo)
- το προβληματάκι, το μικρό πρόβλημα