propose

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας propose
γ΄ ενικό ενεστώτα proposes
αόριστος proposed
παθητική μετοχή proposed
ενεργητική μετοχή proposing

Ρήμα[επεξεργασία]

propose (en)

  1. (μεταβατικό, επίσημο) προτείνω ένα σχέδιο, μια ιδέα κτλ. για να σκεφτείς και να αποφασίσεις
    I propose Tuesday for the next meeting.
    Προτείνω την Τρίτη για την επόμενη συνεδρίαση.
     συνώνυμα:  put forward, put up, recommend και suggest
  2. (μεταβατικό, επίσημο) σκοπεύω να κάνω κάτι
    I propose starting early.
    Σκοπεύω να ξεκινήσω νωρίς.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη intend
  3. (μεταβατικό και αμετάβατο) κάνω πρόταση γάμου
    It is the appropriate moment to propose.
    Είναι η κατάλληλη στιγμή για να κάνει πρόταση γάμου.
     συνώνυμα: pop the question

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]