prudence
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
prudence (en)
- η σύνεση
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- wisdom, forecast, providence, considerateness, judiciousness, discretion, caution, circumspection, judgment
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
prudence | prudences |
prudence (fr) θηλυκό