discretion
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
discretion (en) (μη μετρήσιμο)
- η κρίση, διακριτική ικανότητα, διακριτική ευχέρεια
- ↪ I leave it your discretion.
- Το αφήνω στην κρίση σου.
- ↪ It is not left to the discretion of the judge to…
- Δεν έχει ο δικαστής την διακριτική ευχέρεια να…
- ↪ I leave it your discretion.
- η εχεμύθεια
- ↪ I am counting on your discretion.
- Στηρίζομαι στην εχεμύθειά σου.
- ↪ He promised me absolute discretion.
- Μου υποσχέθηκε απόλυτη εχεμύθεια.
- ↪ I am counting on your discretion.