quit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | quit |
γ΄ ενικό ενεστώτα | quits |
αόριστος | quitted, quit |
παθητική μετοχή | quitted, quit |
ενεργητική μετοχή | quitting |
Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]quit (en)
- (ανεπίσημο) σταματώ, διακόπτω να κάνω κάτι
- ↪ They told him to quit smoking.
- Του είπαν να σταματήσει/διακόψει το κάπνισμα.
- ↪ Quit the juvenile behavior.
- Άσε τα παιδιάστικα καμώματα.
- ↪ They told him to quit smoking.
- (πληροφορική) εξέρχομαι από πρόγραμμα, κλείνω το πρόγραμμα