répugnant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- répugnant < λατινική repugnans (απωθητικός)
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | répugnant | répugnants |
θηλυκό | répugnante | répugnantes |
répugnant (fr)
- απεχθής, αηδιαστικός, σιχαμένος, αποκρουστικός, σιχαμερός (λαϊκό),