σιχαμερός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σιχαμερός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
σιχαμερός, -ή, -ό
- που προκαλεί αποστροφή, από αισθητική ή ηθική άποψη
- ένας σιχαμερός απόπατος
- ένας σιχαμερός και γλοιώδης κόλακας