réserviste
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
réserviste | réservistes |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
réserviste (fr) αρσενικό
- ο έφεδρος
ενικός | πληθυντικός |
réserviste | réservistes |
réserviste (fr) αρσενικό