reĝo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- reĝo < λατινικά reg-
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | reĝo | reĝoj |
αιτιατική | reĝon | reĝojn |
reĝo (eo)
- ο βασιλιάς
- la reĝo de bestoj : o βασιλιάς των ζώων