replacer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
replacer | replacers |
replacer (en)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- milk replacer : υποκατάστατο (τροφή αντικατάστασης) του γάλακτος
- replacer function : συνάρτηση αντικατάστασης
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
replacer (fr)