representation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
representation | representations |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
representation (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η παράσταση, η αναπαράσταση, η πράξη της παρουσίασης κάποιου ή κάτι με συγκεκριμένο τρόπο
- (μη μετρήσιμο) η εκπροσώπηση, το να εκπροσωπείται κάποιος από άλλον
- ↪ exclusive/proportional representation - αποκλειστική/αναλογική εκπροσώπηση
- ↪ diplomatic/legal/official representation - διπλωματική/νομική/επίσημη εκπροσώπηση
- ↪ The law provides for equal representation of all organizations.
- Ο νόμος προβλέπει την ισότιμη εκπροσώπηση όλων των οργανώσεων.
Πηγές[επεξεργασία]
- representation - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 53, 272, 663. ISBN 9780194325684., λήμμα: αναπαράσταση, εκπροσώπηση, παράσταση