retard

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

retard (en)

  1. η καθυστέρηση
  2. (αργκό, μειωτικό) καθυστερημένος, το άτομο με νοητική καθυστέρηση
  3. (αργκό, μειωτικό) ο βλάκας

Ρήμα[επεξεργασία]

retard (en)

  1. (μεταβατικό) καθυστερώ
  2. (μεταβατικό) αναβάλλω



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
retard retards

retard (fr) αρσενικό