revistero
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ισπανικά (es)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
revistero | revisteros |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
revistero (es) αρσενικό
- σκεύος ή έπιπλο όπου τακτοποιούνται τα περιοδικά
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
revistero | revisteros |
revistero (es) αρσενικό