round
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | round |
συγκριτικός | rounder / more round |
υπερθετικός | roundest / most round |
round (en)
- στρογγυλός
- που έχει σχήμα το οποίο μοιάζει με κύκλο ή τμήμα κύκλου ή σφαίρας
- (για αριθμούς) που δεν έχει δεκαδικό τμήμα, που είναι ακέραιος
- (για αριθμούς) που είναι πολλαπλάσιο του δέκα ή του εκατό ή του χίλια
Επίρρημα[επεξεργασία]
round (en) (χωρίς παραθετικά)
- (ειδικά βρετανικά αγγλικά) άλλη γραφή του around
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
round | rounds |
round (en)
- (αθλητισμός) ο γύρος, η προκαθορισμένη επαναλαμβανόμενη διάρκεια
- ↪ He was knocked out in the first round.
- Βγήκε νοκ άουτ στον πρώτο γύρο.
- ↪ He was knocked out in the first round.
- ο γύρος, μια τακτική διαδρομή που κάνει κάποιος ή κάτι
- ↪ the round that the earth makes in a year - ο γύρος που κάνει η γη σ’ένα χρόνο
- ↪ a doctor’s daily round - ο καθημερινός γύρος ενός γιατρού
- ο γύρος, ποτά που αγόρασε ένα πρόσωπο για όλα τα άλλα σε μια ομάδα
- ↪ Shall we get another round of drinks?
- Θα πάρουμε άλλο ένα γύρο ποτά;
- ↪ I am paying for the next round!/Next round is on me!
- Πληρώνω τον επόμενο γύρο!
- ↪ Shall we get another round of drinks?
Σύνθετα[επεξεργασία]
Πρόθεση[επεξεργασία]
round (en)
- (ειδικά βρετανικά αγγλικά) άλλη γραφή του around
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | round |
γ΄ ενικό ενεστώτα | rounds |
αόριστος | rounded |
παθητική μετοχή | rounded |
ενεργητική μετοχή | rounding |
round (en)
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- round (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- round (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- round (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- round (preposition) - Oxford Learner's Dictionaries
- round (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 204. ISBN 9780194325684., λήμμα: γύρος