saison

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

saison < παλαιά γαλλική saison / seson / seison < λατινική satiomem, αιτιατική ενικού του satio < satis
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: σεζόν

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /sɛ.zɔ̃/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

saison (fr) θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]