seat belt
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
seat belt | seat belts |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
seat belt (en)
ενικός | πληθυντικός |
seat belt | seat belts |
seat belt (en)