slicing
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
slicing | slicings |
slicing (en)
- (πληροφορική) διαμέριση, διαμερισμός, κατάτμηση (σε μαγνητικό αποθηκευτικό μέσο)
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
slicing (en)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Disk partitioning στην αγγλική Βικιπαίδεια