smile
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
smile | smiles |
smile (en)
- το χαμόγελο
- ↪ A smile lit up his face.
- Ένα χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό του.
- ↪ He wiped the smile off his lips.
- Έσβησε το χαμόγελο από τα χείλη του.
- ↪ A smile lit up his face.
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | smile |
γ΄ ενικό ενεστώτα | smiles |
αόριστος | smiled |
παθητική μετοχή | smiled |
ενεργητική μετοχή | smiling |
smile (en)
- (αμετάβατο) χαμογελάω, έχω την έκφραση ενός χαμόγελου στο πρόσωπό μου
- ↪ Why are you smiling?/What are you smiling at?
- Γιατί χαμογελάς;
- ↪ She was smiling from ear to ear.
- Χαμογελούσε όλο της το πρόσωπο.
- ↪ Why are you smiling?/What are you smiling at?