χαμογελάω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χαμογελάω < χαμογελ(ώ) + -άω <(κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική χαμογελῶ [1] < χαμο- (χάμω) + αρχαία ελληνική γελῶ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /xa.mo.ʝeˈla.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χα‐μο‐γε‐λά‐ω

Ρήμα[επεξεργασία]

χαμογελάω/χαμογελώ, αόρ.: χαμογέλασα (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]