χαμογελάω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χαμογελάω < χαμογελ(ώ) + -άω <(κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική χαμογελῶ [1] < χαμο- (χάμω) + αρχαία ελληνική γελῶ
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /xa.mo.ʝeˈla.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χα‐μο‐γε‐λά‐ω
Ρήμα[επεξεργασία]
χαμογελάω/χαμογελώ, αόρ.: χαμογέλασα (χωρίς παθητική φωνή)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη χαμόγελο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χαμογελάω - χαμογελώ | χαμογελούσα - χαμογέλαγα | θα χαμογελάω - χαμογελώ | να χαμογελάω - χαμογελώ | χαμογελώντας | |
β' ενικ. | χαμογελάς | χαμογελούσες - χαμογέλαγες | θα χαμογελάς | να χαμογελάς | χαμογέλα - χαμογέλαγε | |
γ' ενικ. | χαμογελάει - χαμογελά | χαμογελούσε - χαμογέλαγε | θα χαμογελάει - χαμογελά | να χαμογελάει - χαμογελά | ||
α' πληθ. | χαμογελάμε - χαμογελούμε | χαμογελούσαμε - χαμογελάγαμε | θα χαμογελάμε - χαμογελούμε | να χαμογελάμε - χαμογελούμε | ||
β' πληθ. | χαμογελάτε | χαμογελούσατε - χαμογελάγατε | θα χαμογελάτε | να χαμογελάτε | χαμογελάτε | |
γ' πληθ. | χαμογελάν(ε) - χαμογελούν(ε) | χαμογελούσαν(ε) - χαμογέλαγαν - χαμογελάγανε | θα χαμογελάν(ε) - χαμογελούν(ε) | να χαμογελάν(ε) - χαμογελούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χαμογέλασα | θα χαμογελάσω | να χαμογελάσω | χαμογελάσει | ||
β' ενικ. | χαμογέλασες | θα χαμογελάσεις | να χαμογελάσεις | χαμογέλα - χαμογέλασε | ||
γ' ενικ. | χαμογέλασε | θα χαμογελάσει | να χαμογελάσει | |||
α' πληθ. | χαμογελάσαμε | θα χαμογελάσουμε | να χαμογελάσουμε | |||
β' πληθ. | χαμογελάσατε | θα χαμογελάσετε | να χαμογελάσετε | χαμογελάστε | ||
γ' πληθ. | χαμογέλασαν χαμογελάσαν(ε) |
θα χαμογελάσουν(ε) | να χαμογελάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω χαμογελάσει | είχα χαμογελάσει | θα έχω χαμογελάσει | να έχω χαμογελάσει | ||
β' ενικ. | έχεις χαμογελάσει | είχες χαμογελάσει | θα έχεις χαμογελάσει | να έχεις χαμογελάσει | ||
γ' ενικ. | έχει χαμογελάσει | είχε χαμογελάσει | θα έχει χαμογελάσει | να έχει χαμογελάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε χαμογελάσει | είχαμε χαμογελάσει | θα έχουμε χαμογελάσει | να έχουμε χαμογελάσει | ||
β' πληθ. | έχετε χαμογελάσει | είχατε χαμογελάσει | θα έχετε χαμογελάσει | να έχετε χαμογελάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν χαμογελάσει | είχαν χαμογελάσει | θα έχουν χαμογελάσει | να έχουν χαμογελάσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χαμογελάω
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ χαμογελώ, χαμογελάω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα χαμο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς παθητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς μετοχή παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το «γελώ»
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)