solo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
solo | solos |
solo (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Επίρρημα[επεξεργασία]
solo (fr)
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
solo (it)