sopirado
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sopirado | sopiradoj |
αιτιατική | sopiradon | sopiradojn |
sopirado (eo)
- η ανυπομονησία, ο πόθος