soufflant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- soufflant < souffler
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | soufflant | soufflants |
θηλυκό | soufflante | soufflantes |
soufflant (fr)
- φυσητικός
- (μεταφορικά) (οικείο) εκπληκτικός, που αφήνει κάποιον άφωνο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
soufflant | soufflants |
soufflant (fr) θηλυκό