spezo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | spezo | spezoj |
αιτιατική | spezon | spezojn |
spezo (eo)
- λέγεται για κάθε λειτουργία ενός ταμείου