steal
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
steal | steals |
steal (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | steal |
γ΄ ενικό ενεστώτα | steals |
αόριστος | stole |
παθητική μετοχή | stolen |
ενεργητική μετοχή | stealing |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
steal (en)