stride
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
stride | strides |
stride (en)
- η δρασκελιά, ένα μεγάλο βήμα
- ↪ Medicine made great strides in the 20th century.
- Η ιατρική έκανε μεγάλα βήματα στον 20ό αιώνα.
- ↪ Medicine made great strides in the 20th century.
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | stride |
γ΄ ενικό ενεστώτα | strides |
αόριστος | strode |
παθητική μετοχή | stridden, strode, strid |
ενεργητική μετοχή | striding |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
stride (en)
Πηγές
[επεξεργασία]- stride (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- stride (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 164. ISBN 9780194325684., λήμμα: βήμα