sukurejo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sukurejo | sukurejoj |
αιτιατική | sukurejon | sukurejojn |
sukurejo (eo)
- ο χώρος όπου παρέχονται οι πρώτες βοήθειες