swear
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
swear | swears |
swear (en)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | swear |
γ΄ ενικό ενεστώτα | swears |
αόριστος | swore |
παθητική μετοχή | sworn |
ενεργητική μετοχή | swearing |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
swear (en)