tavoletta

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

tavoletta < tavola

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
tavoletta tavolette

tavoletta (it)

ορθογώνιο αντικείμενο , ένας δίσκος, μία σοκολάτα, ταβάνι
ένα τραπέζι, ένα ράφι , η ξαπλώστρα σιδερώματος .