telefonkarto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- telefonkarto < telefon(o) + karto
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | telefonkarto | telefonkartoj |
αιτιατική | telefonkarton | telefonkartojn |
telefonkarto (eo)