tendency

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
tendency tendencies

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

tendency (en)

  • η ροπή, η τάση
    I have a tendency to catch colds.
    Έχω ροπή προς τα κρυολογήματα.
    He has the tendency to gain fat.
    Έχει τάση να παχύνει.

Πηγές[επεξεργασία]