topic

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
topic topics

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

topic (en)

  • το θέμα, το αντικείμενο του ενδιαφέροντος μιας συζήτησης
    the topic of a conversation - το θέμα μιας συνομιλίας
    I am changing the topic. - Αλλάζω θέμα.
    I am getting off topic. - Βγαίνω από το θέμα.
    I am getting back on topic. - Ξαναγυρίζω στο θέμα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη subject

Πηγές[επεξεργασία]