trivialité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
trivialité | trivialités |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
trivialité (fr) θηλυκό
- η κοινοτοπία
- η χυδαιότητα, η αισχρολογία
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη trivial