tsigane
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
tsigane | tsiganes |
tsigane (fr) και tzigane αρσενικό ή θηλυκό
- ο τσιγγάνος
- (αρσενικό) ινδο-ευρωπαϊκή γλώσσα που έχει πάρει στοιχεία από τα ελληνικά και άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
tsigane | tsiganes |
tsigane (fr) και tzigane αρσενικό ή θηλυκό
- σχετικός με τους τσιγγάνους