tweetélite
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
tweetélite | tweetélites |
tweetélite (fr) θηλυκό
- (νεολογισμός) εκφράζει το σύνολο των ατόμων που έχουν εκατοντάδες χιλιάδων οπαδούς στο δίκτυο τουίτερ