uzorajto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | uzorajto | uzorajtoj |
αιτιατική | uzorajton | uzorajtojn |
uzorajto (eo)
- (πληροφορική) (συνήθως στον πληθυντικό) τα δικαιώματα του χρήστη